Μετά από μία δύσκολή χρονιά για την οικονομία σε όλους τους τομείς, το ξύλο δείχνει να ανακάμπτει με την τιμή της ξυλείας να εκτοξεύεται. Τις εξελίξεις παρουσιάζει αναλυτικά ο Σπύρος Αλεξόπουλος στο Liberal.gr:
Όσοι πίστεψαν πως η περσινή χρονιά για την αγορά ξυλείας στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων ήταν ανεπανάληπτη, ίσως αναγκαστούν να αλλάξουν γνώμη.
Το 2020 ήταν πραγματικά εντυπωσιακό, καθώς από η χρονιά ξεκίνησε με την τιμή της ξυλείας στα 460 δολάρια/mbf, στις αρχές Απριλίου κατέβηκε στα 260 δολάρια και μέσα στο καλοκαίρι έφθασε τα 930 δολάρια, συντρίβοντας το προηγούμενο ιστορικό ρεκόρ των 600 δολαρίων, από το 2018 (το mbf είναι μονάδα όγκου που ισοδυναμεί με περίπου 2,5 κυβικά μέτρα).
Το 2021 όμως ξεκίνησε με ακόμα πιο «άγριες διαθέσεις», αφού αυτή τη στιγμή η τιμή έχει φθάσει τα 1326,70 δολάρια/mbf, περισσότερο από 100% πάνω από τις χαμηλότερες τιμές του Ιανουαρίου, 410% υψηλότερα σε βάθος ενός έτους και σχεδόν 60% πάνω από τα 840 δολάρια που ήταν η τιμή στα μέσα του Μαρτίου.
Η συνεχής άνοδος, και ειδικότερα το απότομο ξέσπασμα των αρχών του Απριλίου, μόλις πέρασε οριστικά τα 1.000 δολάρια/mbf, μπορεί να εξηγηθεί σχετικά εύκολα, αν θυμηθούμε τι συνέβη το 2020.
Όπως παρατηρήθηκε και σε άλλες περιπτώσεις, η πανδημία μείωσε τις παραγγελίες και όταν η ζήτηση επέστρεψε, τα εργοστάσια ήταν αδύνατον να την ικανοποιήσουν, με αποτέλεσμα την απότομη άνοδο των τιμών μέσα στο περυσινό καλοκαίρι.
Η αυξημένη (εξαιτίας της πανδημίας) επιθυμία των Αμερικανών πολιτών για νέες και πιο μεγάλες κατοικίες κυρίως στα προάστια των πόλεων, σε συνδυασμό με τα προγράμματα στήριξης της οικονομίας και τα πολύ χαμηλά επιτόκια, κράτησαν τη ζήτηση πολύ ψηλά, ακόμα και τη χειμωνιάτική περίοδο όταν η κατασκευαστική δραστηριότητα συνήθως υποχωρεί. Γι’ αυτό τον λόγο, τα εργοστάσια επεξεργασίας ξυλείας δεν μπόρεσαν, μέσα στον χειμώνα, να αναπληρώσουν τα αποθέματά τους. Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο και η δυσκολία που αντιμετωπίζουν αρκετά από τα εργοστάσια επεξεργασίας ξυλείας να βρουν νέο εργατικό προσωπικό, εξαιτίας των σχετικά χαμηλών αμοιβών και της επικινδυνότητας του επαγγέλματος.
Όταν μπήκαμε στην άνοιξη, η ζήτηση για νέες κατοικίες όχι μόνο δεν μειώθηκε αλλά συνέχισε να είναι «καυτή», όπως λένε χαρακτηριστικά οι αναφορές από τις Η.Π.Α. Η έλλειψη νέων κατοικιών είναι τέτοια που σχεδόν οι μισές νέες πωλούνται σε λιγότερο από μία εβδομάδα από την στιγμή που βγαίνουν στην αγορά. Είναι χαρακτηριστικό πως τα αποθέματα απούλητων κατοικιών μειώθηκαν τον Μάρτιο κατά 40% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και βρέθηκαν στα χαμηλότερα καταγεγραμμένα επίπεδα.
Όλα τα παραπάνω έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση πολλούς εμπόρους ξυλείας οι οποίοι είχαν «ποντάρει» σε πτώση των τιμών, καθυστερώντας τις αγορές που έπρεπε να κάνουν προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των πελατών τους, οι οποίοι κατασκευάζουν τις κατοικίες. Προφανώς αυτή η επιλογή δεν ήταν επιτυχημένη και αυτή τη στιγμή οι έμποροι που πήραν αυτό το ρίσκο είναι αναγκασμένοι να αγοράζουν όσο όσο από τα εργοστάσια επεξεργασίας ξυλείας, ανεβάζοντας τις τιμές ακόμα περισσότερο.
Οι περισσότεροι παρατηρητές της αγοράς εκτιμούν, πως η επιστροφή της προσφοράς σε επίπεδα παρόμοια ή μεγαλύτερα από αυτά της ζήτησης δεν πρόκειται να γίνει πριν το τέλος του χρόνου. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ακόμα μεγαλύτερη άνοδο των τιμών, δεδομένου και του ότι η χρηματιστηριακή αγορά ξυλείας είναι από τις πιο ρηχές και ευμετάβλητες αγορές εμπορευμάτων, ενώ είναι από τις λίγες που εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από την προσφορά και τη ζήτηση στη Βόρεια Αμερική.
Στην περίπτωση που συμβεί αυτό, οι εταιρείες που εκμεταλλεύονται τα δάση και επεξεργάζονται τους κορμούς των δέντρων όπως η Weyerhaeuser (WY NYSE) και η PotlatchDeltic (PCH NASDAQ) θα συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία, χαροποιώντας ακόμα περισσότερο τους μετόχους τους.
Λογικό επακόλουθο αυτής της κατάστασης είναι η άνοδος των τιμών των κατοικιών, αφού εκτός από την ξυλεία, άνοδο σημειώνουν και οι τιμές πολλών άλλων υλικών που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή τους, όπως ο χαλκός και ο χάλυβας. Όπως αναφέρεται από πολλά ειδησεογραφικά αμερικανικά πρακτορεία, η μέση τιμή ενός σπιτιού έχει ανέβει τους τελευταίους μήνες κατά 24.000 δολάρια, μόνο εξαιτίας της ανόδου της τιμής της ξυλείας. Επίσης, η δυσκολία εξεύρεσης κατοικιών αναγκάζει αρκετούς υποψήφιους αγοραστές να ανεβάσουν μόνοι τους τις τιμές, στην προσπάθειά τους να κερδίσουν έναν άτυπο αγώνα με τους άλλους ενδιαφερόμενους.
Ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα είναι λοιπόν το αν οι αυξημένες τιμές των κατοικιών θα μετριάσουν το ενδιαφέρον των Αμερικανών πολιτών για αγορά νέων σπιτιών, απειλώντας την ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας.
Μέχρι τώρα φαίνεται πως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τα 24.000 δολάρια που αναφέραμε προηγουμένως είναι ένα σημαντικό ποσό αλλά η παραμονή των επιτοκίων σε πολύ χαμηλά επίπεδα καθησυχάζει τους υποψήφιους αγοραστές οι οποίοι ασχολούνται περισσότερο με το ύψος της μηνιαίας δόσης του δανείου τους.
Όσο ισχύει αυτό, το ενδιαφέρον για αγορά νέων κατοικιών θα παραμένει αμείωτο, όπως και η ζήτηση για ξυλεία. Αν όμως τα επιτόκια αρχίσουν μία ανοδική πορεία ή μειωθούν τα κρατικά προγράμματα στήριξης της οικονομίας, και η αγορά κατοικιών αρχίζει να «παγώνει», είναι σχεδόν σίγουρο πως η τιμή της ξυλείας θα προσαρμοστεί άμεσα στα νέα δεδομένα και θα σταματήσει τη συνεχή άνοδό της, ανεξάρτητα από το αν τα αποθέματα βρίσκονται ακόμα σε χαμηλά επίπεδα.
Μπορεί η τιμή της ξυλείας να εξαρτάται από την προσφορά και την ζήτηση, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, αυτή την εποχή, και τα δύο εξαρτώνται κυρίως από τη χαλαρή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική.